του Μάριου Βερέττα, συγγραφέα-εκδότη
Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κήπος του Επίκουρου», τεύχος 18, και αναδημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο του Στέλιου Φρανκ (http://sfrang2.blogspot.com/2012/01/blog-post_09.html) με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα και εκδότη.
Το
να εκτιμά κανείς και να θαυμάζει αξιόλογες προσωπικότητες του
παρελθόντος είναι απολύτως θεμιτό. Εύκολα ωστόσο ο θαυμασμός αυτός
μπορεί να διολισθήσει προς τη μεριά της αυτογελοιοποίησης, όταν
εκφράζεται ταυτόχρονα προς προσωπικότητες εντελώς άσχετες και
ασυμβίβαστες μεταξύ τους.
Το λέω αυτό διότι έχω παρατηρήσει πως ενώ υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δηλώνουν φίλοι της επικούρειας φιλοσοφίας, οι ίδιοι θεωρούν ταυτόχρονα τουλάχιστον ως ημίθεο τον Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρο και ως μέγιστο πνεύμα της αρχαιότητας τον δάσκαλό του Αριστοτέλη.
Η επιλογή αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικώς ως αντιφατική αλλά και ανιστόρητη, εφόσον από τη μια μεριά ο Επίκουρος υπήρξε ένας απλός Αθηναίος πολίτης, γαλουχημένος με τις αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας, που υπέστη όλα τα δεινά της μακεδονικής επικυριαρχίας στην πατρίδα του, ενώ από την άλλη μεριά αφενός ο Αλέξανδρος βασίλεψε ως ένας απόλυτος μονάρχης, που δεν δίσταζε ακόμη και να κατακρεουργεί μεθυσμένος τους καλύτερους φίλους του, κι αφετέρου ο Αριστοτέλης αποτέλεσε έναν πιστό υπηρέτη των συμφερόντων του μακεδονικού θρόνου, που έκανε τα πάντα προκειμένου να υποδουλώσει πνευματικά το ανεξάρτητο πνεύμα του αθηναϊκού δήμου.
Βεβαίως δεν μπορούν να αμφισβητηθούν ούτε οι εκπληκτικές στρατηγικές ικανότητες του Αλέξανδρου, ούτε η εντυπωσιακή ευρυμάθεια του Αριστοτέλη. Κανείς όμως από αυτούς τους δύο δεν ωφέλησε τόσο τους συνανθρώπους του, συγχρόνους και μεταγενέστερους, όσο ο άσημος Επίκουρος.
Αναμφίβολα ο Αλέξανδρος αποτελεί μια κορυφαία περίπτωση στο κεφάλαιο των μεγάλων κατακτητών, κι ο Αριστοτέλης μια σημαντικότατη παρουσία στα πλαίσια της ιστορίας της φιλοσοφίας, αλλά και οι δυο καθόλου δεν ενδιαφέρθηκαν για την ευτυχία του ανθρώπου, του κάθε άνθρώπου, όπως έκανε ο δάσκαλος του Κήπου. Διότι ο μεν Αλέξανδρος ενδιαφέρθηκε για την κατάκτηση της απέραντης αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, ο δε Αριστοτέλης ασχολήθηκε επισταμένως με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του μακεδονικού θρόνου στην Αθήνα.
Ας δούμε λοιπόν τα ιστορικά γεγονότα, για να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα. Όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης, ο Αλέξανδρος και ο Επίκουρος έδρασαν κατά τον 4ο πx αιώνα. Μεγαλύτερος από τους τρεις υπήρξε ο Αριστοτέλης, που γεννήθηκε το 384 πx στα Στάγειρα της Χαλκιδικής και πατέρας του ήταν ο Νικόμαχος, γιατρός του βασιλέα της Μακεδονίας. Άρα ο Αριστοτέλης ανήκε εκ γενετής στο αυλικό περιβάλλον του μακεδονικού θρόνου. Στη συνέχεια έμεινε ορφανός και την κηδεμονία του ανέλαβε κάποιος Πρόξενος, ένας πλούσιος φίλος του πατέρα του, εγκατεστημένος στον μικρασιατικό Αταρνέα της Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο, ο οποίος έστειλε το 367 πx τον δεκαεπτάχρονο Αριστοτέλη στην Αθήνα, για να σπουδάσει στη φιλοσοφική σχολή του Πλάτωνα, πασίγνωστου για τις ολιγαρχικές και αντιδημοκρατικές του απόψεις και τις στενές του σχέσεις με διαβόητους τυράννους, όπως οι Συρακούσιοι Διονύσιος ο Πρεσβύτερος και Διονύσιος ο νεότερος. Αναμφίβολα ο νεαρός Αριστοτέλης είχε κληρονομήσει μια μεγάλη περιουσία, αλλιώς δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτός στην Ακαδημία, που προόριζε τις γνώσεις της μόνον για πλουσιόπαιδα και εισέπραττε πανάκριβα δίδακτρα. Σημειωτέο ότι η Ακαδημία ιδρύθηκε από τον Πλάτωνα το 387 πx, μόλις τρία χρόνια πριν από τη γέννηση του Αριστοτέλη.
Είκοσι χρόνια (από το 367 έως 347 πx) έμεινε ο ευφυέστατος Αριστοτέλης στην Ακαδημία, δηλαδή μέχρι τη χρονιά που πέθανε ο Πλάτωνας, οπότε διαπληκτίστηκε με τον Ξενοκράτη και τον Σπεύσιππο για την ηγεσία της σχολής. Με δεδομένο όμως ότι νίκησε ο Σπεύσιππος, ως Αθηναίος και ανιψιός του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης πήρε τον Ξενοκράτη και φύγανε μαζί για την Αιολία, όπου γνώριζε τα κατατόπια λόγω του Προξένου . Εγκαταστάθηκε στην Άσσο, την οποία είχε χαρίσει ο τύραννος του Αταρνέα Ερμίας στους πλατωνικούς Έραστο και Κορίσκο, κι εκεί επιδίωξε να υλοποιήσει το όνειρο του Πλάτωνα, περί διακυβέρνησης των πόλεων από τους φιλοσόφους, ενώ στην ουσία ασκούσε φιλομακεδονική προπαγάνδα στον Ερμία και το περιβάλλον του, με αποτέλεσμα να υποκινηθούν οι υποψίες των Περσών, οι οποίοι τελικά συνέλαβαν και σταύρωσαν τον πλατωνικό τύραννο. Ο Αριστοτέλης στο μεταξύ εγκαταστάθηκε από το 345 πx στη Μυτιλήνη, όπου νυμφεύθηκε την ανιψιά του Ερμία Πυθιάδα κι απόκτησε ως εκλεκτό του μαθητή τον Λέσβιο Θεόφραστο από την Ερεσό, την πατρίδα της Σαπφώς.
Το λέω αυτό διότι έχω παρατηρήσει πως ενώ υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δηλώνουν φίλοι της επικούρειας φιλοσοφίας, οι ίδιοι θεωρούν ταυτόχρονα τουλάχιστον ως ημίθεο τον Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρο και ως μέγιστο πνεύμα της αρχαιότητας τον δάσκαλό του Αριστοτέλη.
Η επιλογή αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικώς ως αντιφατική αλλά και ανιστόρητη, εφόσον από τη μια μεριά ο Επίκουρος υπήρξε ένας απλός Αθηναίος πολίτης, γαλουχημένος με τις αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας, που υπέστη όλα τα δεινά της μακεδονικής επικυριαρχίας στην πατρίδα του, ενώ από την άλλη μεριά αφενός ο Αλέξανδρος βασίλεψε ως ένας απόλυτος μονάρχης, που δεν δίσταζε ακόμη και να κατακρεουργεί μεθυσμένος τους καλύτερους φίλους του, κι αφετέρου ο Αριστοτέλης αποτέλεσε έναν πιστό υπηρέτη των συμφερόντων του μακεδονικού θρόνου, που έκανε τα πάντα προκειμένου να υποδουλώσει πνευματικά το ανεξάρτητο πνεύμα του αθηναϊκού δήμου.
Βεβαίως δεν μπορούν να αμφισβητηθούν ούτε οι εκπληκτικές στρατηγικές ικανότητες του Αλέξανδρου, ούτε η εντυπωσιακή ευρυμάθεια του Αριστοτέλη. Κανείς όμως από αυτούς τους δύο δεν ωφέλησε τόσο τους συνανθρώπους του, συγχρόνους και μεταγενέστερους, όσο ο άσημος Επίκουρος.
Αναμφίβολα ο Αλέξανδρος αποτελεί μια κορυφαία περίπτωση στο κεφάλαιο των μεγάλων κατακτητών, κι ο Αριστοτέλης μια σημαντικότατη παρουσία στα πλαίσια της ιστορίας της φιλοσοφίας, αλλά και οι δυο καθόλου δεν ενδιαφέρθηκαν για την ευτυχία του ανθρώπου, του κάθε άνθρώπου, όπως έκανε ο δάσκαλος του Κήπου. Διότι ο μεν Αλέξανδρος ενδιαφέρθηκε για την κατάκτηση της απέραντης αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, ο δε Αριστοτέλης ασχολήθηκε επισταμένως με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του μακεδονικού θρόνου στην Αθήνα.
Ας δούμε λοιπόν τα ιστορικά γεγονότα, για να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα. Όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης, ο Αλέξανδρος και ο Επίκουρος έδρασαν κατά τον 4ο πx αιώνα. Μεγαλύτερος από τους τρεις υπήρξε ο Αριστοτέλης, που γεννήθηκε το 384 πx στα Στάγειρα της Χαλκιδικής και πατέρας του ήταν ο Νικόμαχος, γιατρός του βασιλέα της Μακεδονίας. Άρα ο Αριστοτέλης ανήκε εκ γενετής στο αυλικό περιβάλλον του μακεδονικού θρόνου. Στη συνέχεια έμεινε ορφανός και την κηδεμονία του ανέλαβε κάποιος Πρόξενος, ένας πλούσιος φίλος του πατέρα του, εγκατεστημένος στον μικρασιατικό Αταρνέα της Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο, ο οποίος έστειλε το 367 πx τον δεκαεπτάχρονο Αριστοτέλη στην Αθήνα, για να σπουδάσει στη φιλοσοφική σχολή του Πλάτωνα, πασίγνωστου για τις ολιγαρχικές και αντιδημοκρατικές του απόψεις και τις στενές του σχέσεις με διαβόητους τυράννους, όπως οι Συρακούσιοι Διονύσιος ο Πρεσβύτερος και Διονύσιος ο νεότερος. Αναμφίβολα ο νεαρός Αριστοτέλης είχε κληρονομήσει μια μεγάλη περιουσία, αλλιώς δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτός στην Ακαδημία, που προόριζε τις γνώσεις της μόνον για πλουσιόπαιδα και εισέπραττε πανάκριβα δίδακτρα. Σημειωτέο ότι η Ακαδημία ιδρύθηκε από τον Πλάτωνα το 387 πx, μόλις τρία χρόνια πριν από τη γέννηση του Αριστοτέλη.
Είκοσι χρόνια (από το 367 έως 347 πx) έμεινε ο ευφυέστατος Αριστοτέλης στην Ακαδημία, δηλαδή μέχρι τη χρονιά που πέθανε ο Πλάτωνας, οπότε διαπληκτίστηκε με τον Ξενοκράτη και τον Σπεύσιππο για την ηγεσία της σχολής. Με δεδομένο όμως ότι νίκησε ο Σπεύσιππος, ως Αθηναίος και ανιψιός του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης πήρε τον Ξενοκράτη και φύγανε μαζί για την Αιολία, όπου γνώριζε τα κατατόπια λόγω του Προξένου . Εγκαταστάθηκε στην Άσσο, την οποία είχε χαρίσει ο τύραννος του Αταρνέα Ερμίας στους πλατωνικούς Έραστο και Κορίσκο, κι εκεί επιδίωξε να υλοποιήσει το όνειρο του Πλάτωνα, περί διακυβέρνησης των πόλεων από τους φιλοσόφους, ενώ στην ουσία ασκούσε φιλομακεδονική προπαγάνδα στον Ερμία και το περιβάλλον του, με αποτέλεσμα να υποκινηθούν οι υποψίες των Περσών, οι οποίοι τελικά συνέλαβαν και σταύρωσαν τον πλατωνικό τύραννο. Ο Αριστοτέλης στο μεταξύ εγκαταστάθηκε από το 345 πx στη Μυτιλήνη, όπου νυμφεύθηκε την ανιψιά του Ερμία Πυθιάδα κι απόκτησε ως εκλεκτό του μαθητή τον Λέσβιο Θεόφραστο από την Ερεσό, την πατρίδα της Σαπφώς.
Το
356 πx, όταν ο Αριστοτέλης ήταν 28 χρονών και βρισκόταν ακόμη στην
Αθήνα, γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας ο Αλέξανδρος, την ανατροφή
του οποίου ανέλαβε ένας συγγενής της μητέρας του, ονόματι Λεωνίδας. Χάρη
στον Λεωνίδα ο μικρός Αλέξανδρος έμαθε αριθμητική, μουσική και
ιππασία, ενώ η εντυπωσιακή ευφυΐα του υποχρέωσε τελικά τον πατέρα του
Φίλιππο να ασχοληθεί μαζί του και να αναθέσει το 342 πx την εκπαίδευσή
του στον Αριστοτέλη.
Αναμφίβολα
πέρα από τις φιλοσοφικές του γνώσεις, το κριτήριο της επιλογής του
Αριστοτέλη, ως δασκάλου του βασιλόπαιδα Αλέξανδου, θα πρέπει να ήταν η
αφοσίωσή του στον μακεδονικό θρόνο, κι ένα τέτοιο προσόν δεν θα μπορούσε
σε καμία περίπτωση να αγνοηθεί από τον πασίγνωστο για την καχυποψία του
Φίλιππο. Δεν αποκλείεται άλλωστε ο Αριστοτέλης, ως γιος έμπιστου
αυλικού του Μακεδόνα βασιλιά, να δρούσε ήδη επί μία εικοσιαετία στην
Αθήνα σαν πράκτορας των συμφερόντων του Φιλίππου κι έτσι η επιμονή του
να καταλάβει την ηγεσία της Ακαδημίας, θα μπορούσε να ειδωθεί και ως
απόπειρα πραγματοποίησης μιας πολιτικής αποστολής, που του είχε αναθέσει
ο Μακεδόνας βασιλιάς, με δεδομένο ότι η σχολή του Πλάτωνα υπήρξε
εξαρχής κέντρο εκπαίδευσης πλουσίων και ολιγαρχικών νέων και άρα
μπορούσε εύκολα να μετατραπεί και σε φυτώριο στελεχών της
φιλομακεδονικής παράταξης. Τα ίδια δεν γίνονται σήμερα στα διάφορα
αμερικάνικα κολλέγια και τις γερμανικές σχολές;
Όπως
κι αν έχει το πράγμα, το 341 πx - όταν ο αδρά αμειβόμενος
σαραντατριάχρονος Αριστοτέλης είχε πλέον συμπληρώσει έναν χρόνο ως
παιδαγωγός του δεκαπεντάχρονου βασιλόπαιδα Αλέξανδρου – σε μιαν άλλη
άκρη της Ελλάδας, στη Σάμο, από μιαν οικογένεια φτωχών Αθηναίων
κληρούχων, γεννήθηκε ο Επίκουρος, ο γιος του γραμματοδιδάσκαλου Νεοκλή,
από το γένος των Φιλαϊδών.
Την
επόμενη χρονιά, ο Φίλιππος έκρινε ότι ο δεκαεξάχρονος Αλέξανδρος είχε
πλέον μορφωθεί αρκετά κι έτσι διέκοψε τις σπουδές του και του ανέθεσε τη
διοίκηση της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της απουσίας του στο Βυζάντιο.
Η επιλογή του αποδείχθηκε σοφή, διότι ο Αλέξανδρος, παρά το νεαρό της
ηλικίας του κατάφερε να πνίξει στο αίμα την εξέγερση των Μαίδων και να
καταστρέψει την πρωτεύουσά τους Ιαμφορίνα, κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση
και τον σεβασμό των Μακεδόνων πολεμιστών.
Δύο
χρόνια αργότερα, το 338 πx, o Φίλιππος παρέταξε τις δυνάμεις του στη
Χαιρώνεια, απέναντι στα ενωμένα στρατεύματα της Αθήνας, της Κορίνθου,
της Κέρκυρας, της Λευκάδας, της Αχαΐας, των Μεγάρων, της Ακαρνανίας,
της Εύβοιας και του Κοινού των Βοιωτών. Επικεφαλής του μακεδονικού
ιππικού ήταν ο Αλέξανδρος. Οι σύμμαχοι νικήθηκαν, χίλιοι Αθηναίοι
σκοτώθηκαν κι άλλοι δύο χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν. Ο δεκαοχτάχρονος
Αλέξανδρος μπήκε για πρώτη φορά στην Αθήνα ως εκπρόσωπος του πατέρα του,
ενώ ο Επίκουρος στη Σάμο συμπλήρωνε τα τρία του χρόνια.
Την
επόμενη χρονιά, κι ενώ ο Αριστοτέλης συνέχιζε να κατοικεί στην Πέλλα
και να τρέφεται από το πλούσιο βασιλικό ταμείο, ο Φίλιππος αποφάσισε να
εκτοπίσει την μητέρα του Αλέξανδρου Ολυμπιάδα και να νυμφευθεί τη νεαρή
και όμορφη Κλεοπάτρα. Εάν η τελευταία γεννούσε γιο, τότε ο Αλέξανδρος θα
έχανε τα πρωτεία στη διαδοχή του μακεδονικού θρόνου. Έτσι ο Αλέξανδρος
μαζί με τη μητέρα του αποχώρησαν εξοργισμένοι στην Ήπειρο αλλά πριν
κλείσει χρόνος ο Αλέξανδρος επέστρεψε στην Πέλλα και συμφιλιώθηκε με τον
πατέρα του.
Το
336 πx o Φίλιππος πάντρεψε μια από τις θυγατέρες του με τον αδελφό της
Ολυμπιάδας, που τον έλεγαν επίσης Αλέξανδρο. Προς τιμή τους διοργάνωσε
μεγαλοπρεπείς γιορτές στις Αιγές, αλλά καθώς έμπαινε στο στάδιο για να
προκηρύξει την έναρξη των αγώνων, τον δολοφόνησε ο σωματοφύλακάς του
Παυσανίας.
Έτσι
ο Αλέξανδρος, σε ηλικία είκοσι ετών, έγινε βασιλέας της Μακεδονίας και
πρώτη του δουλειά ήταν να εξοντώσει όλους τους πιθανούς διεκδικητές του
θρόνου του. Ο σαρανταοχτάχρονος Αριστοτέλης στάθηκε στο πλευρό του, με
το αζημίωτο βέβαια, διότι την επόμενη χρονιά ζήτησε από τον νεαρό
βασιλιά «επιδότηση» για να ιδρύσει τη δική του φιλοσοφική σχολή, όχι
στην Πέλλα, ούτε στην Μίεζα, όπου δίδασκε μέχρι τότε, αλλά στην Αθήνα.
Στο
μεταξύ ο Αλέξανδρος πολέμησε τους Τριβαλλούς, τους Γέτες, τους
Ιλλυριούς, τους Παίονες και τους Αγριάνες, ενώ μόλις πληροφορήθηκε την
αποστασία των Θηβαίων στράφηκε εναντίον τους, και παρά τη σθεναρή τους
αντίσταση, κατάφερε να τους νικήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από
τριανταπέντε μόλις χρόνια, μετά τη συντριβή των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα
το 371 πx, οι Θηβαίοι είχαν αναδειχθεί σε πρώτη πολιτική δύναμη στην
Ελλάδα. Μετά τους υποσκέλισε ο Φίλιππος αλλά έπειτα από το θάνατο του
τελευταίου, θεώρησαν εύκολο να απαλλαγούν από την μακεδονική
επικυριαρχία και να ξαναζήσουν ίσως τα παλιά τους μεγαλεία.
Οι
ελπίδες τους όμως διαψεύστηκαν από τις ισχυρές δυνάμεις του Αλεξάνδρου,
που όχι μόνον νίκησε τους Θηβαίους αλλά τους τιμώρησε και
παραδειγματικά, διατάζοντας τη θανάτωση έξι χιλιάδων πολιτών, την πώληση
άλλων τριάντα χιλιάδων και την ισοπέδωση της πόλης του Κάδμου.
Όπως
ήταν φυσικό η συμφορά που έπληξε τη Θήβα κατατρομοκράτησε όλες τις
άλλες ελληνικές πόλεις, οι οποίες αναγνώρισαν θέλοντας και μη την
πρωτοκαθεδρία του Μακεδόνα βασιλιά.
Έτσι
το 335 πx, o εικοσάχρονος βασιλιάς Αλέξανδρος αναδείχθηκε σε απόλυτο
σχεδόν μονάρχη της Ελλάδας, έχοντας βάψει τα χέρια του στο αίμα χιλιάδων
ανθρώπων, βαρβάρων και Ελλήνων, ο σαρανταεννιάχρονος Αριστοτέλης πήγε
στην Αθήνα, με άφθονα χρήματα του Αλέξανδρου και ίδρυσε τη δική του
φιλοσοφική σχολή στο Λύκειο, ανάμεσα στο Λυκαβηττό και τον Ιλισό,
οικοδομώντας μεγαλοπρεπή κτήρια και εντυπωσιακές στοές για φιλοσοφικούς
περιπάτους, ώστε να προσελκύει πλούσιους νεαρούς από όλη την Ελλάδα και
να τους καλλιεργεί φιλομοναρχικές πεποιθήσεις, ενώ στη Σάμο ο μικρός
Επίκουρος συμπλήρωνε παίζοντας με τα αδέλφια του τα έξι του χρόνια.
Το
334 πx αφήνοντας τοποτηρητή του τον Αντίπατρο, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε τη
μεγάλη του εκστρατεία ενάντια στην περσική αυτοκρατορία. Νίκησε την
ίδια χρονιά τους Πέρσες στο Γρανικό, κατέβαλε όλα τα μικρασιατικά
παράλια, προχώρησε στην Καππαδοκία, πέρασε τις Κιλίκιες πύλες, νίκησε
για δεύτερη φορά τους Πέρσες στην Ισσό, το 333 πx, κατέλαβε έπειτα από
σκληρές μάχες τα λιμάνια της Φοινίκης και της Φιλιστίας, κατέκτησε την
Αίγυπτο, θεμελίωσε την Αλεξάνδρεια, νίκησε για τρίτη φορά τους Πέρσες
στα Γαυγάμηλα, το 331 πx, σκότωσε τον Φιλώτα, ως συνομώτη, δολοφόνησε
τον Παρμενίωνα, ως πατέρα του Φιλώτα, εκτέλεσε τον ιστορικό Καλλισθένη,
ανιψιό του Προξένου, επειδή σχολίασε αρνητικά την επιβολή της
προσκύνησης, πέρασε πέντε χρόνια πολεμώντας άσκοπα τους λαούς της
Βακτριανής, νίκησε το 326 πx, τον Ινδό βασιλιά Παουράβα, γνωστότερο ως
Πώρο, κι αφού χάρη στην παρέμβαση του ετοιμοθάνατου από αρρώστιες
στρατηγού Κοίνου, σταμάτησε επιτέλους την ξέφρενη πορεία του προς την
ανατολή, επέστρεψε το 324 πx στα Σούσα, αυτοανακηρύχθηκε διάδοχος των
Αχαιμενιδών, επέβαλε μικτούς γάμους Μακεδόνων με Περσίδες, και πέθανε
στις αρχές του καλοκαιριού του 323 πx, στη Βαβυλώνα, σε ηλικία τριάντα
τριών ετών.
Τη
χρονιά του θανάτου του Αλεξάνδρου ο Αριστοτέλης ήταν εξήντα ενός ετών
και δίδασκε περπατώντας κάτω από τις πολυτελείς στοές του αθηναϊκού
Λυκείου του, τα ίχνη του οποίου εντοπίστηκαν σήμερα από την οδό Ρηγίλλης
έως το Πολεμικό Μουσείο, κατά μήκος της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, ενώ
ο Επίκουρος ήταν δεκαοχτώ χρονών και ήρθε από τη Σάμο στην Αθήνα,
προκειμένου να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Ήδη στα
δεκατέσσερά του ο πανέξυπνος Επίκουρος είχε σχολιάσει εύστοχα το στίχο
του Ησίοδου «εν αρχή εγεννήθη το χάος», λέγοντας «το χάος πόθεν
εγεννήθη;»
Λίγο
πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος στη Βαβυλώνα έδωσε το δαχτυλίδι του, σύμβολο
της βασιλικής εξουσίας, στον στρατηγό Περδίκκα, ο οποίος αμέσως μετά το
θάνατο του βασιλιά πρωτοστάτησε στη διαμάχη της διαδοχής, εκτελώντας για
παράδειγμα τους πρωτοστάτες μιας διαμαρτυρίας των πεζεταίρων. Στη
συνέχεια προσεταιρίστηκε τον Αρριδαίο, ένα ηλίθιο ετεροθαλή αδελφό του
Αλεξάνδρου, τον οποίο ανακήρυξε συμβασιλέα μαζί με τον αγέννητο ακόμη
γιο της Ρωξάνης. Η Ρωξάνη τελικά γέννησε γιο, και ο Περδίκκας, ως
επίτροπος ενός βλαμμένου κι ενός βρέφους απέκτησε τεράστια δύναμη. Μια
από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να στραφεί ενάντια στις κτήσεις των
συμμαχικών πόλεων που αποστάτησαν, όπως η Αθήνα, και ως εκ τούτου έδιωξε
τους Αθηναίους κληρούχους από τη Σάμο, με αποτέλεσμα η οικογένεια του
Επίκουρου να οδηγηθεί στην εξορία.
Στη
συνέχεια ο Περδίκκας βρήκε απέναντί του τις συνασπισμένες δυνάμεις των
άλλων επιγόνων, όπως του Αντίγονου, του Κρατερού, του Αντίπατρου και του
Πτολεμαίου. Στη σύγκρουση που ακολούθησε ο στρατός του στασίασε και ο
ίδιος δολοφονήθηκε μέσα στη σκηνή του από τον Σέλευκο, τον Πίθωνα και
τον Αντιγένη.
Στο
μεταξύ στην Αθήνα, το 323 πx, μόλις διαδώθηκε η είδηση του θανάτου του
Αλεξάνδρου, οι αντιμακεδόνες πολιτικοί ηγέτες σήκωσαν κεφάλι και
στράφηκαν ενάντια στο κέντρο της φιλομακεδονικής παράταξης που δεν ήταν
άλλο από το Λύκειο του Αριστοτέλη. Του απάγγειλαν κατηγορίες για
ασέβεια, εφόσον είχε υψώσει λατρευτικό βωμό προς τιμή του εσταυρωμένου
τύραννου Ερμία, με αποτέλεσμα ο Αριστοτέλης να διαφύγει έντρομος στη
Χαλκίδα, μαζί με την ερωμένη του, την εταίρα Ερπυλλίδα. Εκεί πέθανε τον
επόμενο χρόνο από κατάθλιψη, ενώ τη διεύθυνση της σχολής του στην Αθήνα,
ανέλαβε ο Ερέσιος Θεόφραστος.
Στη
συνέχεια η αθηναϊκή Εκκλησία του Δήμου με πρόταση του Υπερείδη κήρυξε
τον πόλεμο ενάντια στον ακέφαλο μακεδονικό θρόνο, τοποτηρητής του οποίου
στην Πέλλα ήταν ο στρατηγός Αντίπατρος. Ο εμπειροπόλεμος στρατηγός
Λεωσθένης ανέλαβε την ηγεσία του αθηναϊκού και συμμαχικού στρατού και
ξεκίνησε αμέσως προς τις Θερμοπύλες. Μαζί με τους Αθηναίους
συμπορεύτηκαν οι Αιτωλοί, οι Αχαιοί, οι Αρκάδες και οι Κορίνθιοι. Στην
πρώτη σύγκρουση οι σύμμαχοι νίκησαν και ο Αντίπατρος αναγκάστηκε να
κλειστεί πίσω από τα τείχη της Λαμίας, γι’ αυτό και ο πόλεμος αυτός
ονομάστηκε «Λαμιακός». Αλλά ο μακεδονικός στόλος συνέτριψε τον αθηναϊκό
στις Εχινάδες, έξω από τη Ναύπακτο.
Ο
Λεωσθένης συνέχισε να πολιορκεί ωστόσο τον Αντίπατρο στη Λαμία, μέχρι
που τραυματίστηκε και πέθανε. Τον αντικατέστησε ο Αντίφιλος, ο οποίος
αφήνοντας μια μικρή φρουρά στη Λαμία, προχώρησε προς τη Θεσσαλία, για να
αντιμετωπίσει τον Λεοννάτο, που ερχόταν σε βοήθεια του Αντίπατρου. Σε
μια πρώτη ιππομαχία, ο Λεοννάτος σκοτώθηκε, αλλά ο στρατός του κατάφερε
να ενωθεί με τις δυνάμεις του πολιορκημένου Αντίπατρου, ενώ στην περιοχή
κατέφθασε και η πρόσθετη μακεδονική δύναμη του Κρατερού.
Οι
δυο αντίπαλοι συγκρούστηκαν το 322 πx στην Κραννώνα της Θεσσαλίας,
κοντά στο σημερινό Κιλελέρ, και ενώ το αθηναϊκό ιππικό συνέτριψε το
μακεδονικό, η πεζή μακεδονική φάλαγγα αποδείχθηκε ισχυρότερη και χάρισε
τη νίκη στον Αντίπατρο, ο οποίος πέρασε στη συνέχεια ανενόχλητος τις
Θερμοπύλες και στρατοπέδευσε έξω από την κατεστραμμένη Θήβα.
Στο
μεταξύ ο μακεδονικός στόλος έφτασε έξω από τα παράλια της Αττικής, αλλά
με μια εξέχουσα διπλωματική κίνηση, ο Αθηναίος ρήτορας Φωκίων, έπεισε
τον Μακεδόνα ναύαρχο Κλείτο να μην κάνει απόβαση, ενώ στη συνέχεια πήγε
στη Θήβα, όπου έπεισε και τον Αντίπατρο να μην εισβάλει στην
ανυπεράσπιστη Αθήνα.
Ο Αντίπατρος συμφώνησε αλλά επέβαλε τους όρους του:
Ο Αντίπατρος συμφώνησε αλλά επέβαλε τους όρους του:
- Να αλλάξει το αθηναϊκό πολίτευμα από δημοκρατικό σε ολιγαρχικό, και να έχουν πολιτικά δικαιώματα μόνον οι πλούσιοι, με περιουσία μεγαλύτερη των 2.000 αττικών δραχμών.
- Να εγκατασταθεί μακεδονική φρουρά στη Μουνιχία.
- Να παραιτηθεί η Αθήνα από τις κτήσεις της στα νησιά Ίμβρο, Λήμνο, Σκύρο και Σάμο.
- Να πληρώσει ο αθηναϊκός δήμος τα έξοδα του Λαμιακού πολέμου.
- Να παραδοθούν στους Μακεδόνες όλοι οι ηγέτες της αντιμακεδονικής παράταξης, με επικεφαλής τον Υπερείδη και τον Δημοσθένη.
Δεν
ξέρουμε εάν ο Επίκουρος πολέμησε στον Λαμιακό πόλεμο. Το σίγουρο είναι
ότι κατά τη διάρκειά του βρισκόταν στην Αθήνα και εκπλήρωνε τη
στρατιωτική του θητεία, οπότε είτε στάλθηκε πράγματι στο μέτωπο μαζί με
τους άλλους Αθηναίους πολίτες είτε ως άπειρος νεοσύλλεκτος παρέμεινε στη
φρουρά της πόλης. Πάντως έχασε οπωσδήποτε τα πολιτικά του δικαιώματα,
εφόσον δεν είχε περιουσία 2000 δραχμών, βίωσε την ταπείνωση της πόλης
του κι είδε τους ανελέητους διωγμούς των ηγετών της αντιμακεδονικής
παράταξης, που ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 322 πx. Όσοι αντιμακεδόνες
πολιτικοί συλλαμβάνονταν, οδηγούνταν ενώπιον του Αντίπατρου, που τους
εκτελούσε έπειτα από φριχτά βασανιστήρια. Χαρακτηριστική η περίπτωση του
μεγάλου ρήτορα Υπερείδη, που ο Μακεδόνας στρατηγός του έκοψε τη γλώσσα
πριν τον θανατώσει, ενώ ο Δημοσθένης γλύτωσε την τελευταία στιγμή από
τους διώκτες του προτιμώντας να αυτοκτονήσει στο ναό του Ποσειδώνα στον
Πόρο.
Το
321 πx o Επίκουρος γύρισε στην Ιωνία, αλλά στο μεταξύ ο Περδίκκας είχε
διώξει τους Αθηναίους κληρούχους από τη Σάμο και η οικογένεια του
φιλόσοφου κατέφυγε στην Κολοφώνα, στην απέναντι μικρασιατική ακτή.
Ακολούθησαν οι περιπλανήσεις του Επίκουρου σε διάφορους τόπους, μεταξύ
των οποίων και στη Μυτιλήνη, όπου ήρθε σε ρήξη με τους πλατωνικούς και
τελικά στη Λάμψακο, όπου ολοκλήρωσε τη φιλοσοφική θεωρία του και
απόκτησε τους πρώτους αξιόλογους μαθητές.
Έμεινε
εκεί έως το 306 πx, κι ο λόγος δεν ήταν μόνον η καλή συντροφιά των
Λαμψακηνών φίλων του, αλλά και το γεγονός ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει
στην Αθήνα, εξαιτίας της στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Γνωρίζουμε
ότι το 307 πx o Δημήτριος ο Πολιορκητής, για δικούς του πολιτικούς
λόγους, απελευθέρωσε τους Αθηναίους από την επικυριαρχία του
Κάσσανδρου, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του Αντίπατρο στην ηγεσία της
Μακεδονίας, και επέδειξε με έναν ιδιαίτερο τρόπο τον σεβασμό του στην
μνήμη του Αλεξάνδρου, εφόσον σκότωσε το 316 πx την Ολυμπιάδα και
δολοφόνησε το 310 τη Ρωξάνη μαζί με τον δεκατριάχρονο γιο του μεγάλου
στρατηλάτη. Ανοικοδόμησε πάντως τη Θήβα και ίδρυσε την πόλη της
Θεσσαλονίκης, που της χάρισε το όνομα της γυναίκας του.
Οι
Αθηναίοι, ενθουσιασμένοι από την παρέμβαση του Δημήτριου, και την
αποκατάσταση της δημοκρατίας, τον ανακήρυξαν μαζί με τον πατέρα του ως
«Θεό Σωτήρα», του έστησαν βωμό και του επέτρεψαν να εγκατασταθεί μέσα
στον Παρθενώνα μαζί με όλες τις παλλακίδες του.
Δυο
χρόνια αργότερα ο Επίκουρος παρέα με τον Έρμαρχο τον Μυτιληναίο και
τους Λαμψακηνούς Μητρόδωρο, Ιδομενέα, Λεοντέα, Κολώτη, Πολύαινο και
Θεμίστα ήρθε στην Αθήνα, αγόρασε ένα κομμάτι γης, ανάμεσα στο Δίπυλο και
την Ακαδημία, κοντά στη σημερινή πλατεία Μεταξουργείου, έστησε τη
φιλοσοφική σχολή του Κήπου, κι άρχισε να διδάσκει δωρεάν τα μεγάλα του
διδάγματα, τα οποία δεν απευθύνονταν μόνον σε εκλεκτούς γόνους πλούσιων
οικογενειών, όπως συνέβαινε στις σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη,
αλλά στον κάθε άνθρωπο, είτε ήταν πλούσιος ή φτωχός, είτε ήταν ελεύθερος
ή δούλος, είτε ήταν άνδρας ή γυναίκα.
Έζησε
εκεί διδάσκοντας και γράφοντας για τα επόμενα τριάντα έξι χρόνια,
αρνούμενος να εισπράξει ακριβά δίδακτρα, παρά μόνον μικρές εθελοντικές
συνεισφορές, πάμφτωχος αλλά ελεύθερος στο σώμα και στο πνεύμα, χωρίς
μεγαλοπρεπή κτήρια, χωρίς ενισχύσεις από ηγεμόνες, χωρίς παροχή
εκδουλεύσεων στους ισχυρούς, χωρίς προσφορά υπηρεσιών επί μισθώ στον
δήμο, χωρίς να αμειφθεί ουσιαστικά ποτέ για την ανεκτίμητη προσφορά του
στην ανθρωπότητα…
Δεν
είναι λοιπόν δυνατόν να εκτιμά κανείς ταυτόχρονα τον αναίμακτο και
αφιλοχρήματο Επίκουρο, τον αιματοβαμμένο υπερφιλόδοξο Μακεδόνα μονάρχη
και τον αργυρώνητο δάσκαλό του Αριστοτέλη, για τον απλούστατο λόγο ότι ο
γιος του Νεοκλή υπέστη όλα τα δεινά της μακεδονικής επικυριαρχίας στην
πατρίδα του. Μεγάλωσε με τον απόηχο της μάχης της Χαιρώνειας, έγινε
Αθηναίος στρατιώτης στη διάρκεια του Λαμιακού πολέμου, βίωσε τις
εξευτελιστικές συνέπειες της ήττας, έχασε λόγω πενίας τα πολιτικά του
δικαιώματα, είδε την οικογένειά του να εξορίζεται από τη Σάμο, κι
έμεινε ο ίδιος εξόριστος από την Αθήνα επί δεκαπέντε χρόνια, μέχρι που
την είδε να ελευθερώνεται από τον γελοίο επίγονο Δημήτριο, μια πολιτική
λύτρωση που ισοδυναμούσε μ’ ένα ακόμη εξευτελισμό.
Πράγμα
που σημαίνει ότι είτε συμπαθεί κανείς τον Αθηναίο Επίκουρο, τον
δημοκράτη, τον ανθρωπιστή, τον φιλάνθρωπο, είτε θαυμάζει τους απόλυτους
μονάρχες, που έσφαζαν ανελέητα συγγενείς, φίλους και εχθρούς, είτε τέλος
εκτιμά τα υποχείρια των μοναρχών, ακόμη κι εάν διακρίνονταν για την
πολυμάθειά τους, όπως ο Σταγειρίτης. Δεν γίνεται όμως να εκτιμά εξίσου
και τους τρεις, διότι εάν συμβαίνει αυτό τότε η εκτίμησή του για τα
πρόσωπα αυτά βασίζεται είτε στην άγνοια, είτε στην άνοια, είτε στην
παράνοια.
Στο
κάτω κάτω από την βιογραφία του Επίκουρου που μας παρέχει ο Διογένης
Λαέρτιος μαθαίνουμε ότι ο δάσκαλος του Κήπου, δεν κρατούσε τη γλώσσα του
και χαρακτήριζε τους πλατωνικούς «διονυσιοκόλακες», τον Πλάτωνα
«χρυσό» και τον Αριστοτέλη «άσωτο», ευτελιστικοί χαρακτηρισμοί οι οποίοι
μπορούν να ερμηνευτούν ως εξής: «διονυσιοκόλακες» οι πλατωνικοί, επειδή
ο δάσκαλός τους υπηρέτησε για αρκετά χρόνια τους δυο τυράννους των
Συρακουσών, «χρυσό» τον ίδιο τον Πλάτωνα, μάλλον λόγω των ακριβών
διδάκτρων που απαιτούσε από τους μαθητές του, και «άσωτο» τον
Αριστοτέλη, ίσως επειδή σπαταλούσε πολλά χρήματα με τις εταίρες, όπως η
αγαπημένη του Ερπυλλίδα.
Κάτι παραπάνω θα ήξερε για όλους αυτούς ο δάσκαλος του Κήπου, από τους σημερινούς απληροφόρητους κατά κανόνα θαυμαστές τους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου