Καλώς ορίσατε στον Κήπο μου. Πάρτε μια βαθιά ανάσα και απολαύστε με τον νού σας τα άνθη του. Τώρα, αν τα άρθρα μου, αντί για άνθη σας βγούν τσουκνίδες, παρηγορηθείτε με την θετική πλευρά του πράγματος: εκτός από τσούξιμο διαθέτουν και ιαματικές ιδιότητες ...
Σάββατο 22 Μαΐου 2010
Ιθαγένεια, υπηκοότητα , εθνικότητα και άλλα χαώδη....
Με αφορμή μια συζήτηση για το μεταναστευτικό και την προσπάθεια των συμμετεχόντων να συνεννοηθούν μεταξύ τους παρά τις γλωσσικές και νοηματικές παραποιήσεις των ημερών μας, σας μεταφέρω την δική μου απάντησή , που θα μπορούσε ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί ως μια βάση ευρύτερης συνεννόησης, για να ξέρουμε τι λέμε και τι εννοούμε τελικά....
Η λέξη ''ιθαγενής'' περιγράφει μια καθαρά βιολογική κατάσταση, το γένος στο οποίο ανήκει κάποιος (ιθυς = ο κατευθείαν (επιθ.) + γένος) σε στενή συνάρτηση πάντοτε με τον βιότοπό του .Εκ των πραγμάτων ένας άραβας φερειπείν , όσα χρόνια και να ζήσει στην ελλάδα, ακόμη και αν έχει γεννηθεί εδώ, δεν μπορεί να γίνει ιθαγενής ούτε και τα παιδιά του, διότι ιθαγενής γεννιέσαι, δεν γίνεσαι, όπως πχ αν δεν έχεις γεννηθεί ινδιάνος , δεν μπορείς να γίνεις ιθαγενής ινδιάνος.
Αντιθέτως η εθνικότητα , είναι ένας ευρύτερος όρος που μπορεί να περιλαμβάνει πλήθος γενών , ή φυλών κλπ ( έθνος = πλήθος ομοειδών πραγμάτων, ''το έθνος των μελισσών " λέει ο Ηρόδοτος αν δεν με γελά η μνήμη μου) . Η εθνικότητα είναι πρωτίστως θέμα αυτοπροσδιορισμού, αν θες να είσαι έλληνας , αν πιστεύεις ότι είσαι έλληνας, τότε είσαι ( εδώ κολλάει το έλληνας γίνεσαι, δεν γεννιέσαι).
Η υπηκοότητα πάλι, προφανώς προέρχεται εκ του υπακούω και πηγαζει όντως από τα μοναρχικά καθεστώτα. Σήμερα -ευτυχώς- ο πολίτης , έχει υποσκελίσει τον υπήκοο . Παρ' όλα αυτά υπάρχει ακόμη , πέραν της de jure σημασίας της λέξεως , ένα σημείο, στο οποίο η λέξη αυτή , εξακολουθεί να διαθέτει ένα ειδικό βάρος , στην υπακοή , όχι πλέον του ηγεμόνα , αλλά των νόμων του κράτους, της πολιτείας μας.
Συμπέρασμα :
Μπορεί να είσαι ιθαγενής , χωρίς να είσαι έλληνας ( επειδή για τον οποιονδήποτε λόγο δεν αυτοπροσδιορίζεσαι ως τέτοιος).
Μπορεί να είσαι έλληνας, χωρίς να είσαι ιθαγενής ( επειδή δεν γεννήθηκες εδώ ή επειδή δεν ζείς πια εδώ,ή επειδή φυλετικά ανήκεις κάπου αλλού).
Υπήκοος είσαι , άπαξ και αποφασίσεις να ενταχθείς πλήρως σε αυτήν την πολιτεία σεβόμενος τους νόμους της.
Πολίτης είναι μια έννοια πιο διευρυμένη και δημοκρατική εν σχέσει προς την υπηκοότητα, διότι , προϋποθέτει εκτός από το να υπακούς και να απολαμβάνεις δικαιωματα και υποχρεώσεις, να δράς ως πολιτικό όν στην καθημερινότητά σου, να μην είσαι απαθής και αδρανής .
Η νομική χρήση των εννοιών αυτών , είναι που προκαλεί σύγχυση, δεδομένου ότι οι νομικοί, παρά την καθομολογουμένη γλωσσική τους ευρυμάθεια, δεν είναι φιλόλογοι . Πάντως , για να κλείσουμε το θέμα, η ''απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας'' είναι ένας όρος εντελώς γελοίος και αδόκιμος, διότι τούτο είναι κάτι που απλά είτε το έχεις , είτε όχι, δεν το αποκτάς ποτέ και αυτή είναι ίσως η μόναδική φορά , που - με πολλή επιφύλαξη βεβαίως - θ' αναγνωρίσω στους <<ελληνάρες>> ένα δίκαιο που σκούζουν .
Εφόσον η υπηκοότητα , ως έννοια είναι ελλειπής ( αλλά σαφώς ακριβέστερη και ορθότερη της ιθαγένειας), η περίφραση <<ιδιότητα του Έλληνα πολίτη>> είναι μακριά και δύσχρηστη και το επίθετο ''πολίτης'' δεν παράγει ένα ουσιαστικό ικανό να περιγράψει το ζητούμενο ( εκτός αν χρησιμοποιήσουμε τον όρο ''πολιτεία'' με 2 έννοιες την σημερινή και του citizenship) προτείνω ο νομοθέτης να ρωτήσει τον Μπαμπινιώτη....
Καλή σας νύχτα :-)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
12 σχόλια:
Παραθέτω και το παρακάτω πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα από το βιβλίο του Παντελή Λέκκα, "Η εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία", εκδόσεις Κατάρτι, 1996 (β έκδοση),με την επισήμανση πως ο Εθνικισμός και η έννοια των σύγχρονων εθνών είναι ένα ιδεολογικό εφεύρημα του 18ου αιώνα.
Η ιστορικότητα έθνους και εθνικισμού- O μύθος της έννοιας του έθνους:
Για να αποδοθεί στη γλωσσική διαφορά φόρτιση (πέραν από αυτή που αυτονόητα έχει) και πολιτική δυναμική (που σπανίως από μόνη της διαθέτει), πρέπει να υπάρχει ήδη η ανάγκη να δηλωθεί η εθνική ταυτότητα ή ετερότητα. Αυτό προκύπτει από την ίδια την εθνικιστική ιδεολογία αν προσέξουμε την λογική σύνδεση των επιχειρημάτων της και δεν παρασυρθούμε από τους σαρωτικούς αφορισμούς της. Οι εθνικιστές, όποτε προσφεύγουν στο γλωσσικό κριτήριο προτάσσουν το εξής επιχείρημα: "ανήκουμε σε ένα ξεχωριστό έθνος και ένα (το κυριότερο έστω) από τα τεκμήρια της διαφοράς μας είναι και το ότι ομιλούμε διαφορετική από τους αλλοεθνείς γλώσσα".
Κανένας όμως εθνικιστής που θέλει να διατηρήσει στοιχειώδη έστω αξιοπιστία δεν θα διενοείτο να αντιστρέψει τη λογική αυτή σειρά υποστηρίζοντας τη γενική αρχή πως "όποιος ομιλεί διαφορετική γλώσσα έπεται ότι ανήκει σε διαφορετικό έθνος" διότι τότε θα έπρεπε να εξηγήσει όχι μόνον τη σχεδόν μόνιμη απουσία απόλυτης γλωσσικής ομοιογένειας στο εσωτερικό του δικού του έθνους αλλά και την παρουσία πολλών ομόγλωσσων, αλλά σαφώς διακριτών και ανεγνωρισμένων εθνών. Η επίκληση των γλωσσικών διαφορών δεν αποτελεί όπως συνήθως πιστεύεται το ισχυρότερο σημείο αλλά την αχίλλειο πτέρνα της εθνικιστικής ιδεολογίας επειδή η απόλυτη εμμονή σε αυτές μειώνει την αξιοπιστία των επιχειρημάτων της και περιορίζει το εύρος των αξιώσεών της. Η γλώσσα δεν είναι δυνατόν να παράσχει από μόνη της το κριτήριο της εθνικής διαφοροποίησης ούτε κατ' επέκταση να αποτελέσει αποδεικτικό τεκμήριο της αρχαιότητας των εθνικών διακρίσεων. Και πώς θα μπορούσε εξάλλου να είναι καθολικό τεκμήριο ανομοιότητας σε όλο το ιστορικό φάσμα των κοινωνιών που προηγήθηκαν της σύγχρονης κοινωνίας; Για αιώνες ολόκληρους ο αγράμματος αγρότης της κεντρικής Ιταλίας μπορεί να χρησιμοποιούσε παρόμοιο γλωσσικό ιδίωμα με το χωρικό της βόρειας Ιταλίας, χωρίς αυτό να τους απασχολεί ή να έχει την παραμικρή επίπτωση στον τρόπο ζωής τους και χωρίς να διανοείται να τους επιβάλει την ομιλία και τη γραφή της τοσκανικής διαλέκτου, για να τους κάνει να πλησιάσουν περισσότερο ο ένας τον άλλον γλωσσικά και εθνικά. Για εξίσου μακρές περιόδους, τα κινέζικα ιδεογράμματα αποτελούσαν μέσο γραπτής επικοινωνίας για όσους λόγιους μπορούσαν να τα αποκρυπτογραφούν και να τα αναπαράγουν χωρίς αυτό να σημαίνει πως ένιωθαν ότι συνανήκαν σε κάποια εθνική οικογένεια είτε με τους άλλους λογίους με τους οποίους μπορούσαν να συνεννοηθούν γραπτώς αλλά δεν ομιλούσαν την ίδια γλώσσα, είτε με τους αγράμματους πληθυσμούς ανάμεσα στους οποίους ζούσαν και με τους οποίους επικοινωνούσαν προφορικά.
Για ακόμη μακρότερες περιόδους, ο άνθρωπος ερχόταν -μόνιμα ή περιστασιακά, δεν έχει σημασία - σε επαφή με άλλους ανθρώπους που μιλούσαν γι αυτόν ακατάληπτες γλώσσες χωρίς αυτό να οδηγεί, πέρα από την προφανή αδυναμία τους να συνεννοηθούν, σε οποιαδήποτε αντίθεση μεταξύ τους. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει: κατά πόσον τα εμπόδια στην επικοινωνία, που ήταν φυσικό να υπάρχουν και στην παραδοσιακή κοινωνία, διέκριναν αναγκαστικά ομάδες άλλες πέραν των γλωσσικών και δημιουργούσαν διαφορές άλλες από αυτές που αυτονόητα συνεπάγονταν; Πιστεύω πως τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία σήμερα αποτιμούμε τις συνέπειες της γλωσσικής συγγένειας και της γλωσσικής διαφοράς απλώς δεν ίσχυαν στο παρελθόν. Εάν ίσχυαν, όπως η εθνικιστική ιδεολογία συχνά προσπαθεί να αποδείξει, τοτε θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία στο να εξηγήσουμε πώς ήταν δυνατόν να επιζήσουν επί μακρότατα χρονικά διαστήματα ποικιλόμορφες πολιτικές δομές (βασίλειας, αυτοκρατορίες κλπ) χωρίς να διαταράσσονται από την ύπαρξη διαφορετικών γλωσσικών ομάδων στο εσωτερικό τους και χωρίς οι ομάδες αυτές να ενοχλούνται με οποιοδήποτε τρόπο από τις λόγιες διοικητικές γλώσσες (όπως η λατινική, η ελληνική και η κινέζικη) που τους ήταν καθ' όλα ξένες. Αντίστροφα, θα ήταν απορίας άξιον γιατί ο Δημοσθένης ένιωθε την ανάγκη να αντισταθεί στην συνένωση των ελληνικών πόλεων υπό την ηγεμονία του "ελληνίζοντος" βασιλέως των Μακεδόνων.
Το πρόβλημα, κατά συνέπεια, δεν είναι η ίδια η γλωσσική διαφορά ή συγγένεια αλλά το πώς εμείς την ερμηνεύουμε, αδιαφορώντας για το πού και πότε αναφέρεται -το πρόβλημα κοντολογίς είναι αν εξετάζουμε τη γλωσσική διαφορά και συγγένεια σε σχέση με το ιστορικό και κοινωνικά πλαίσιο στο οποίο σημειώνονται ή, αντιθέτως, αν θεωρούμε πως αποτελούν φαινόμενα υπερβατικού χαρακτήρα. Στη δεύτερη όμως περίπτωση, η εξάλειψη της ιστορικότητας δεν είναι καθόλου ουδέτερη διότι υποκρύπτει και την εξάλειψη της ιστορικότητας και της δικής μας ανάγνωσης. Αυτό συμβαίνει, πιστεύω, και στην περίπτωση της εθνικιστικής ιδεολογίας η οποία όταν επικαλείται φράσεις τύπου πας μη Έλλην βάρβαρος, επιχειρεί να τις επενδύσει με νόημα που η ίδια έχει δημιουργήσει, ούτως ώστε να κατοχυρώσει ότι οι εθνικές διαιρέσεις είναι πανάρχαιες και φυσικές, αλλά και να υποκρύψει τον δικό της επμβατικό ρόλο. Ο εθνικισμός όμως, επειδή ακριβώς περιέχει και εμπνέει ιδέες που ήταν άγνωστες στην παραδοσιακή κοινωνία δεν αποτελεί φυσικό αλλά ιστορικό φαινόμενο και με αυτήν την έννοια πρέπει να αναλυθεί, αν θέλουμε να αποφύγουμε την παγίδα που ο ίδιος δημιουργεί με την εμμονή του στην αρχαιότητα και τη φυσικότητα του έθνους. Ο κίνδυνος της προβολής του παρόντος στο παρελθόν (που ενυπάρχει -αναπόφευκτα κατα τη γνώμη μου -σε κάθε προσπάθεια ανασύστασης του παρελθόντος) εδώ ισχύει σε απόλυτο βαθμό, επειδή όχι μόνον μορφές συλλογικής συνείδησης και αλληλεγγύης χρησιμοποιούνται επιλεκτικά σαν επιβεβαιωτικά τεκμήρια της αρχαιότητας του έθνους αλλά και επειδή τέτοιου είδους προβολισμοί σπανίως αμφισβητούνται, χάρη στην καθολική επικράτηση των όρων της εθνικιστικής ιδεολογίας. Είναι χαρακτηριστική πχ η σιωπή της ιστορικής επιστήμης όταν αναπαράγεται ο χαρακτηρισμός εμφύλια διαμάχη για συγκρούσεις που ήταν πολύ φυσικές μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας αλλά δεν συμμορφώνονται με την έννοια του παντοτινού και ενιαίου έθνους. Κατ'αυτόν τον τρόπο, ο Πόλεμος των Ρόδων είναι για τον "αγγλικό" Μεσαίωνα "εμφύλιος", αλλά ο εκατονταετής πόλεμος είναι "πατριωτικός", οι Περσικοί Πόλεμοι είναι για την κλασική αρχαιότητα περισσότερο "φυσιολογικοί" από ό,τι η "εκτροπή" του Πελοποννησιακού Πολέμου κοκ.
Πρόκειται για τη σύγχρονη όσο και απρόσβλητη εκείνη αντίληψη που μας επιτρέπει να αποδίδουμε χωρίς ενδοιασμούς εθνική συνείδηση στο μέλος της δυναστείας των Αψβούργων που έδρευε κατά τον 15ο ή τον 16ο αιώνα στην Βιέννη, στην Πράγα, στη Μαδρίτη ή τις Βρυξέλλες, δίχως την αίσθηση ότι αυθαιρετούμε απέναντι στη λογική της εποχής στην οποία αναφερόμαστε. Η κριτική αμφισβήτηση ανάλογων αποτιμήσεων απο τις κοινωνικές επιστήμες απουσιάζει ακόμα και σήμερα. Το φορτισμένο λεξιλόγιο του εθνικισμού έχει διαποτίσει την σύγχρονη σκέψη σε τέτοιο βαθμό που και τα παράγωγα ιδεολογήματα ακόμη κι όταν συνιστούν κατάφωρα λογικά ατοπήματα έχουν γίνει αποδεκτά και ηχούν φυσιολογικά. Πόσο όμως φυσιολογικό θα ηχούσε αν κάποιος διενοείτο να απευθύνει στην κατεστημένη αντίληψη της κοινωνίας και της ιστορίας της την ακόλουθη απλή ερώτηση: αν τόσα από τα σύγχρονα έθνη έχουν πράγματι πανάρχαιη ιστορία, γιατί εξαφανίστηκαν από προσώπου γης λαοί της αρχαιότητας που θα έπρεπε κι αυτοί, κατ'αναλογία, να ορίζονται με τα ίδια κριτήρια, αλλά που είχαν την ατυχία να μη βρουν σοβαρούς διεκδικητές της δικής του ιστορικής κληρονομιάς; Τι έγινε με τα "ένδοξα έθνη" των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των αρχαίων Αιγυπτίων, των Χετταίων, τι συνέβη με τους Φιλισταίους, τους Αβάρους, τους Αψυλίους, τους Αβασγούς, τους Τζανούς κοκ.; (Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουνε υπάρξει απόπειρες εθνικιστικής εκμετάλλευσης και αυτών των αρχαίων πολιτισμών, παρόλο που η σοβαρότητα αυτών των ισχυρισμών ελέγχεται απο ανταγωνιστικούς και άλλους εθνικισμούς).Στην προσπάθεια να καταδειχθεί η ιστορικότητα έθνους και εθνικισμού μπορεί βεβαίως να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι λέξεις όπως έθνος, natio, nation κλπ. έχουν παρελθόν που υπερβαίνει κατά πολύ τα χρονικά όρια της σύγχρονης κοινωνίας -κοντολογίς, ότι δεν είναι λέξεις καινούργιες, αλλά παμπάλαιες. Δεν υπάρχει, πιστεύω, πιο διαδεδομένη αλλά και πιο επιπόλαιη ένσταση. Οι λέξεις είναι σαν τα νομίσματα: η ανταλλακτική αξία τους αλλάζει απο κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή, αφού με την ίδια λέξη διαφορετικοί άνθρωποι σε διαφορετικούς χρόνους εννοούν διαφορετικά πράγματα - και η παράκαμψη αυτού του προβλήματος της σημασιολογίας στην ιστορία συνιστά βαρύτατο μεθοδολογικό σφάλμα. Πράγματι οι λέξεις έθνος και nation δεν είναι καινούργιες, έχουν ιστορία, όμως αυτή η ιστορία λέει πολλά όχι μόνο για όσα σημαίνουν αλλά και για όσα δεν σημαίνουν κατά περιόδους.
Η λέξη έθνος στους αρχαίους κλασικούς έχει πολλές σημασίες, καμία από αυτές όμως δεν αντιστοιχεί σε αυτήν που της αποδίδουμε σήμερα. Στον Όμηρο για παράδειγμα, έχει την έννοια της συντροφιάς ("έθνος εταίρων", Ιλ. Γ32, Η115), του στρατού γενικά ("έθνος λαών", Ιλ. Ν495, "έθνεα πεζών" Ιλ. Λ724) ή κάποιας συγκεκριμένης στρατιάς "έθνος Αχαιών", Ιλ. Ρ552), του σωρού νεκρών ("έθνεα νεκρών", Οδ. λ34, κ526) και τέλος του σμήνους εντόμων ή πτηνών ("έθνεα μελισσάων, ορνίθων, μυιάων", Ιλ. Β87, 459, 469). Στον Πίνδαρο απαντάται με τις σημασίες είτε του φύλου ("ανέρων έθνος", Ολ. 1,66, "έθνει γυναικών" Πυθ. 4,252) είτε του συγγενούς (Νεμ. 5,43). Στον Ηρόδοτο αναφέρεται στη φυλή, το γένος (" Μηδικόν έθνος", 1,101) ή στις ελληνικές πόλεις - στον πληθυντικό! - που υπέκυψαν στους Πέρσες ("των μηδισάντων εθνέων των Ελληνικών", 9,106,3) στον Θουκυδίδη σε διάφορες φυλές, ελληνικές ή βαρβαρικές (1,3 και 3,92) και στον Ξενοφώντα στην φυλή ή το γένος ("Πομπάς εποίησαν κατά έθνος έκαστος των Ελλήνων" Αναβ. 5,5,5), στο φύλο ("Θήλυ έθνος", Οικον, 7,26) και στη συντεχνία ή την επαγγελματική ομάδα (οίσθα τι έθνος ηλιθιώτερον ραψωδών;", Συμπ. 3,6). Στον Αισχύλο χρησιμοποιείται για τις Ερινύες (Ευμ. 366) ή για οπλισμένη ομάδα ("έθνος μαχαιροφόρον" , Περσ. 56), και στον Σοφοκλή αναφέρεται σε αγέλες ζώων ("θηρών ...έθνη", Αντ. 344 και Φιλ. 1147). Στον Πλάτωνα η λέξη έθνος έχει την έννοια του είδους (ιχθύων έθνος, Τίμ. 92γ), της επαγγελματικής ομάδας (δημιουργικόν έθνος, Γοργ. 455β, έθνος κηρυκικόν, Πολιτικός 290β) και του γένους ή της φυλής (των Θετταλών...πενεστικόν έθνος - Νόμοι 776δ), ενώ στον Αριστοτέλη ο όρος αναφέρεται στις βαρβαρικές φυλές σε αντιδιαστολή με τις ελληνικές (Πολιτικά, 1324β10).
Οι σημασίες της λέξης λοιπόν ποικίλλουν και όχι μόνο δεν έχουν την σημερινή πολιτισμική και πολιτική φόρτιση, αλλά δεν αναφέρονται καν σε μία και μόνη θεματική κατηγορία.Και στην Παλαιά Διαθήκη όμως (μετάφραση των Ο) η λέξη έθνος χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό όχι του εβραϊκού ή άλλου έθνους με τη σύγχρονη σημασία, αλλά όλων όσοι δεν ανήκουν στην εβραϊκή θρησκευτική κοινότητα, δεν πιστεύουν δηλαδή στο θεό του Ιεχωβά (ινατί εφρύαξαν τα έθνη; - Ψαλμ. β΄1). Ανάλογη σημασία θρησκευτικής διάκρισης έχει και στην Καινή Διαθήκη ("Εις οδόν εθνών μη απελθήτε" - Ματθ. Ι,5) ╈αι στα αποστολικά κείμενα ("Εν τη κατασχέσει των εθνών" Πράξεις, Ζ45 και "των εθνών τε και των Ιουδαίων" Πράξεις ΙΔ5) ενώ ο Παύλος ("ο εθνών απόστολος" Προς Ρωμαίους, ΙΑ,13) τη χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τους μη εβραϊκής καταγωγής χριστιανούς (Προς Ρωμαίους, ΙΕ27). Στους Λατίνους η λέξη natio συναντάται στον Κικέρωνα με τη σημασία άλλοτε της θεότητας της γέννησης (N.D., 3,18,47) και άλλοτε της φυλής (N.D. 2,29,74, Q.Fr.1,1,9 27, Phil. 10,10,20.) της κοινωνικής τάξης (Sest. 44,96) ή κάποιας μερίδας υποψηφίων (Pis. 23,55). Στον Βάρρωνα εννοείται ως ράτσα ζώων (R.R., 2.6.4.) ή ανθρώπων (L.L., 9,93), στον Πλίνιο ως είδος ζώων ή πραγμάτων (22,24,50 109 και 21,14,49 83), στον Πλαύτο ως γένος ανθρώπων (Men. 2,1,34 και Rud. 2,2,6) ενώ παρόμοια σημασία έχει και στον Τάκιτο (G. 38). Με την επικράτηση του χριστιανισμού η λέξη έθνος και τα παράγωγά της δηλώνουν τους μη Χριστιανούς, όπως προκύπτει από τα Πατερικά κείμενα αλλά και από τη χρήση της λέξης natio στην εκκλησιαστική λατινική του Τερτυλλιανού (De Idol. 22). Κι αυτή όμως η σημασία αλλάζει στην μεσαιωνική Δύση όπου ο όρος natio αποτελεί νομική έννοια για την υποδήλωση της οργανωμένης κοινότητας ή του μοναστικού τάγματος μέσα στα εκκλησιαστικά συμβούλια και τα πανεπιστήμια. Εξίσου άσχετες προς τη σημερινή έννοια είναι και οι σημασίες της λέξης nation στις λατινογενείς γλώσσες εώς και τον 18ο αιώνα. Είναι άξιος προσοχής για τις πολλαπλές συνδηλώσεις της λέξης μέχρι και σχετικά πρόσφατα ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιειται από τον Άνταμ Σμιθ στο Ο Πλούτος των Εθνών που εκδίδεται το 1776, έτος διακήρυξης της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας.Η εμμονή στον ισχυρισμό περί αρχαιότητας του έθνους παρουσιάζει λοιπόν εξαιρετικές δυσκολίες. Αυτό και μόνον αρκεί για να υποδηλώσει το σύγχρονο χαρακτήρα του εθνικισμού, της σύγχρονης εκείνης ιδεολογίας που στρέφεται γύρω από μίαν έννοια που δεν υπήρχε σε προηγούμενες κοινωνίες. Ο ίδιος ο όρος εθνικισμός είναι φυσικά άγνωστος πριν από τον 18ο αιώνα, αφού εμφανίζεται για πρώτη φορά μόλις στα 1798 και καθιερώνεται μόλις στα τέλη του 19ου αι. Ο ακριβής προσδιορισμός του γενέθλιου σημείου του εθνικισμού έχει συχνά αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών και ταυτίζεται άλλοτε με τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο (1642), άλλοτε με το δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας (1772) άλλοτε με τη διακήρυξη της αμερικάνικης ανεξαρτησίας (1776), άλλοτε με τη γαλλική επανάσταση (1789) και άλλοτε με τον Λόγο προς το Γερμανικό Έθνος του Φίχτε (1807). Οι περισσότεροι πάντως μελετητές συμφωνούν πως η γένεση του εθνικισμού πρέπει να τοποθετηθεί στο πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα στην Ευρώπη. Πρόκειται λοιπόν για κατ' αρχάς ευρωπαϊκό φαινόμενο που εξαπλώνεται ραγδαία μέσα σε λιγότερο από 2 αιώνες σε ολόκληρη την υφήλιο.
και ένα - διαφωτιστικότατο και πληρέστατο - δοκίμιο από τον ιστότοπο: http://www.bigfatopinion.net/2008/04/blog-post_03.html
Περί εθνών, ιστορίας και άλλων τινών
Υπάρχει ελληνικό έθνος;
Αν πιστέψουμε τους φορείς της «προοδευτικής» ιδεολογίας στη χώρα μας πρόκειται για μια «κατασκευή», μια «επινόηση». Πρόσφατη μάλιστα. Το ακούσαμε πολλές φορές και από πολλές πλευρές επ' αφορμής της πρόσφατης επετείου της 25ης Μαρτίου. Καθώς ο δημόσιος διάλογος στην χώρα μας λαμβάνει χώρα κυρίως στις επιφυλλίδες των εφημερίδων (και δευτερευόντως στην τηλεόραση και το διαδίκτυο), θα εξετάσουμε κριτικά ορισμένες από τις απόψεις που παρουσιάζονται εκεί από τον λεγόμενο «προοδευτικό» χώρο —συνήθως πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και λοιποί οργανικοί διανοούμενοι.
Κατά ορισμένους το ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε με βάση τις ιδέες του διαφωτισμού. Κατά άλλους, πιο σκληροπυρηνικούς, αποτελεί κατασκευή του νεοελληνικού κράτους. Κοινή διαπίστωση και μόνιμη επωδός η πρόσφατη δημιουργία του ελληνικού έθνους και η σύνδεση της δημιουργίας της με τις επιδιώξεις του εθνικισμού. Συνήθως θα επικαλεστούν ειδικούς επί του θέματος όπως ο Έρνστ Γκέλνερ, ο κ. Μπένεντικτ Άντερσον και ο Έρικ Χόμπσμπωμ. Το έθνος συνιστά «φαντασιακή κοινότητα» θα πουν (από το ομώνυμο βιβλίο του κ. Άντερσον), υπονοώντας ότι πρόκειται για ένα φάντασμα, προϊον πλύσης εγκεφάλου ή προπαγάνδας στους κακόμοιρους που με τα πολλά —ή με την βία, πίστεψαν ότι είναι έλληνες. Άλλωστε, όλα τα έθνη, μας λένε, αποτελούν επινόηση του διαφωτισμού ή της διαδικασίας κρατικής «εθνοποίησης» μέσω προπαγάνδας, βίας, κλπ.
Γράφει π.χ. ο Αντώνης Λιάκος:
H Ελληνική Επανάσταση ήταν ένας παρόμοιος μηχανισμός μαζικής εθνοποίησης. Οι άνθρωποι μπαίνοντας σ' αυτήν, θέλοντας μη θέλοντας, ή για χίλιους δυο λόγους, έβγαιναν πατριώτες. (...)
Εκείνο που μου φαίνεται ως το πιο ενδιαφέρον πρόβλημα δεν είναι αν ισχύει η φράση «Φτιάξαμε την Ιταλία, καιρός να φτιάξουμε και Ιταλούς» για την Ελλάδα αλλά γιατί ποτέ δεν μπήκε ένα παρόμοιο ερώτημα. Γιατί, δηλαδή, κανένας δεν είπε «έγινε η Ελλάδα, καιρός να κάνουμε τους Ελληνες», παρά το γεγονός ότι αυτό ακριβώς συνέβη;
Αντίστοιχα, ο Αλέξης Ηρακλειδής, «αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου», το θέτει ως εξής:
Στη μελέτη του εθνικισμού επικρατούν διεθνώς δύο κύριες τάσεις. H μία (που είναι ώς τώρα η επικρατέστερη) πρεσβεύει ότι το έθνος, ως συλλογική ταυτότητα, και η αντίστοιχη ιδεολογία - ο εθνικισμός - είναι προϊόν των δύο τελευταίων αιώνων. Ο εθνικισμός «κατασκευάζει» το έθνος και όχι το αντίθετο. H δεύτερη σχολή συμφωνεί ως προς το σύγχρονο τού έθνους. Διαφωνεί όμως σε ό,τι αφορά τα περιθώρια κατασκευής του. Θεωρεί ότι οι μυθοπλαστικές ικανότητες των ελίτ και των εθνικών ιστορικών περιορίζονται από ορισμένα προϋπάρχοντα εθνοτικά-πολιτισμικά στοιχεία και ιστορικά γεγονότα. Δηλαδή ο εθνικισμός όντως «κατασκευάζει» το έθνος, αλλά τα εθνοτικά σύμβολα προϋπάρχουν (γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα, κοινή ζωή και ιστορία σε μία περιοχή, κ.λπ.), δεν «εφευρίσκoνται» εκ του μηδενός. Έτσι πιο εύκολα «πιάνει» ο ελληνικός, γαλλικός, γερμανικός, ιρλανδικός ή σερβικός εθνικός μύθος/εθνική ιστορία και η συλλογική ταυτότητα απ' ό,τι π.χ. η προσπάθεια δημιουργίας μίας νοτιοσλαβικής, βρετανικής, oθωμανικής ή παγκυπριακής εθνικής συνείδησης.
***
Αν τα εθνοτικά σύμβολα «γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα, κοινή ζωή και ιστορία σε μια περιοχή» προυπάρχουν τότε σε τι συνίσταται η «κατασκευή» του έθνους; Καθώς, για τους περισσότερους από εμάς, το έθνος έχει την έννοια της σύμπλευσης αυτών των στοιχείων, τι ακριβώς απομένει να κατασκευαστεί; Δεν αποτελούν από μόνα τους όλα αυτά ικανά στοιχεία για να διακρίνουμε ένα έθνος;
Η παραξήγηση βασίζεται σε σύγχυση των εννοιών. Μπερδεύεται έντεχνα η καθομιλουμένη έννοια του έθνους (η οποία έχει ιστορία χιλιετιών), με την έννοια που έδωσε ο Διαφωτισμός και η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία στην λέξη έθνος και εθνικό κράτος. Έθνη, με την έννοια του λεξικού και της καθομιλουμένης, υπήρχαν από αρχαιοτάτων χρόνων —σε όλη την γνωστή ιστορία. Παραδείγματα άφθονα, από τους Πέρσες, τους Εβραίους και τους Κινέζους ως τους Ασσύριους και τους Ζουλού.
Πράγματι, το λεξικό Τριανταφυλλίδη π.χ. μας λέει:
έθνος το [éθnos] Ο46: σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται και θέλει να διακρίνεται ως τέτοιο με βάση μια μακρόχρονη συνοίκηση στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, μια κοινή ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη, μια (υποθετική ή πραγματική) φυλετική ομοιογένεια.
Συσκοτίζοντας την διάκριση ανάμεσα στην καθομιλουμένη, σε ευρεία χρήση, και την ειδική, ιστορικά προσδιορισμένη, έννοια της λέξης ως συνώνυμης του έθνους-κράτους, οι πανεπιστημιακοί επιφυλλιδογράφοι μας εμφανίζουν ταχυδακτυλουργικά το ελληνικό έθνος ως ανύπαρκτο προ του Διαφωτισμού και της ακόλουθης εμφάνισης των ευρωπαϊκών εθνικισμών. Όπως αναφέρει ο Σβορώνος, εκείνοι που κάνουν λόγο για πρόσφατη δημιουργία των εθνών από τον εθνικισμό «είχαν μπερδέψει, όπως γίνεται συχνά ακόμη και τώρα, το πρόβλημα της διαμόρφωσης μιας εθνότητας με το πολιτικό αίτημα του εθνικού κράτους». Αντίστοιχα, σχετικά με την υποτιθέμενη δημιουργία του έθνους από την αστική τάξη, θα γράψει ότι «η σύνδεση της αστικής τάξης είναι με την έννοια του εθνικού κράτους όχι με την έννοια του έθνους, που την έχουν διαμορφώσει πολύ πριν οι διάφοροι λαοί».
Λες και οι γηγενείς πληθυσμοί του ελλαδικού χώρου περίμεναν τον Κοράη και τους διαφωτιστές για να αποκτήσουν κοινή «γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα, ζωή και ιστορία σε μία περιοχή». Συνήθως, εδώ επισημαίνουν την συνύπαρξη πολλών εθνοτήτων στην περιοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας λες και αυτό αναιρεί την ύπαρξη της κάθε ξεχωριστής εθνότητας. Η ιδέα είναι ότι αφού τόσοι λαοί συνυπήρχαν, δεν μπορεί παρά προέκυψε ένας πολτός από αναμειγμένες εθνότητες, όπου δεν ξεχώριζε τίποτα, μέχρι που οι διαφωτιστές με το λέγε λέγε και τα κράτη, με τη βία, έπεισαν κάποιες από αυτές ότι αποτελούν ξεχωριστό έθνος. Η πολιτιστική ιστορία, η λαογραφία και κυρίως η ιστορία των λαϊκών εξεγέρσεων διαψεύουν αυτές τις απόψεις. Για να στηρίξουν άλλωστε την θεωρία της «συνύπαρξης» παραλείπουν έντεχνα το πλαίσιο της, δηλαδή την οθωμανική κατάκτηση και κατοχή —ώστε να νομίσει κανείς ότι όλες αυτοί οι λαοί ζούσαν σαν μια μεγάλη χαρούμενη παρέα. Παράδειγμα, η κα. Κουλούρη, η οποία γράφει στο άρθρο της "The Tyranny of History" (δημοσιευμένο στον διαδικτυακό τόπο του CDRSEE): «Ορισμένοι όροι οι οποίοι έχουν επιβληθεί για την περιγραφή ιστορικών γεγονότων ή περιόδων αντικατοπτρίζουν αρνητικές προκαταλήψεις. Αυτή είναι η περίπτωση των όρων "Τουρκοκρατία" ή "Οθωμανική Κατοχή" -οι οποίοι σιγά σιγά εξαφανίζονται από τα σχολικά βιβλία-, αλλά και πολλών άλλων που δεν μπορούμε να συζητήσουμε στα πλαίσια του παρόντος». (Αντίστοιχες απόψεις θα βρούμε στην Νεοελληνική Ιστορία που διανεμήθηκε μέσω της εφημερίδας "ΤΑ ΝΕΑ").
Ξεχνάνε επίσης να μας πούν πως ακόμα και η θεωρία περί πρόσφατης «κατασκευής» και «επινόησης» των εθνών, δεν είναι η μόνη πανεπιστημιακή θεωρία —ούτε αποτελεί το λαμπρότερο παράδειγμα επιστημονικής μεθοδολογίας. Για παράδειγμα ο κ. Άντερσον, τις θέσεις του οποίου επικαλούνται ως θέσφατο για να εξηγήσουν κάθε περίπτωση εθνογέννεσης, έχει μικρή ή μηδαμινή γνώση της ελληνικής περίπτωσης και παραθέτει μηδενική σχετική βιβλιογραφία. Έτσι, μια σχηματική εξηγητική θεωρία, βασισμένη σε συγκεκριμένες και ειδικές εμπειρίες, μετατρέπεται σε καθολικό κανόνα και κριτήριο —τυπικό παράδειγμα πολιτιστικού ιμπεριαλισμού.
Ασφαλώς οι εμπειρίες των δυτικών κρατών κατά την διαδικασία της εθνογέννεσης δεν είναι καθολικά αντιπροσωπευτικές —πρόκειται για κοινωνίες οι οποίες εκκίνησαν από την πτώση της Ρώμης, εισήχθηκαν στον νέο κόσμο αποδιαθρωμένες από ξένες επιθέσεις, με μικρή ιστορική παρακαταθήκη, χωρισμένες σε δεκάδες φεουδαλικά βασίλεια, κομητείες και περιοχές, οι διαδικασίες εθνογέννεσης στις οποίες κράτησαν πολλούς αιώνες. Τα ίδια φαινόμενα δεν συναντώνται παντού. Και όμως, από εκεί αντλούν τα παραδείγματα τους οι σύγχρονοι μελετητές του εθνικού ζητήματος —ή, όπως ο κ. Άντερσον, ακόμα παραπέρα στα κρεόλικα κράτη, δημιουργήματα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας πέραν του Ατλαντικού με ελάχιστη ιστορική πορεία. Δηλαδή σε ακόμα ειδικότερες και περιορισμένες τοπικά συνθήκες. Αντίθετα, ειδικοί επί της ελληνικής ιστορίας, με γνώση των συνθηκών ανάπτυξης της, όπως ο μαρξιστής ιστορικός κ. Σβορώνος αποσιωπούνται —όπως αποσιωπούνται αντίστοιχες κριτικές σε αυτές τις θωρείες από ιστορικούς μη δυτικών λαών, π.χ. των πρώην αποικιών.
Παρουσιάζοντας στις συνεισφορές του στο δημόσιο διάλογο την θεωρία της κατασκευής (και δη εκ του μηδενός) ως την κραταιά και μοναδική με επιστημονικά εχέγγυα, οι διανοούμενοι μας αποκρύπτουν —ή συσκοτίζουν— , την ύπαρξη τεσσάρων τουλάχιστον διακριτών απόψεων πάνω στο εθνικό ζήτημα. Δηλαδή τους αρχεγονιστές (primordials), τους εθνοσυμβολιστές (ethnosymbolists), τους μοντερνιστές (modernists) και, βέβαια, τους μεταμοντερνιστές (post-modernists).
Έτσι, το θέμα εμφανίζεται, στα μάτια του περιστασιακού αναγνώστη, ως διαμάχη ανάμεσα στην ορθή, «αντικειμενική» ιστορική άποψη των προοδευτικών μας πανεπιστημιακών —που υποτίθεται όλοι συμφωνούν στο «πρόσφατο» των εθνών και την «κατασκευή» τους, και σε ανιστόρητους ελληναράδες που έχουν μείνει στον Παπαρρηγόπουλο.
Ούτε εξάλλου αναφέρονται οι ασυμφωνίες ανάμεσα στις ίδιες τις θεωρίες περί πρόσφατης εθνογέννεσης — π.χ. ότι ο Γκέλνερ εξηγεί τα έθνη ως αποτέλεσμα και συνάμα φορέα της βιομηχανικής επανάστασης, ο Κέντουρι (Kedourie) ως προϊον του διαφωτισμού ενώ ο Άντερσον θεωρεί ότι ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη των τυποποιημένων μεθόδων σήμανσης, όπως η τυπογραφία και η χαρτογράφηση. Συνήθως η απάτη των ντόπιων «προοδευτικών» επιφυλλιδογράφων έγκειται στο να κρατάνε κυρίως την ετικέτα «φαντασιακές κοινότητες», από τον τίτλο του βιβλίου του Άντερσον, υπονοώντας ότι φαντασιακές ίσον ψεύτικες —πρόκειται για την μεταμοντέρνα ανάγνωση. Ακόμα και για τον ίδιο τον Άντερσον, όμως, δεν ισχύει αυτή η ταυτότητα. Το «φαντασιακό», επιμένει, δεν σημαίνει και ψεύτικό ή κατά φαντασίαν. Το «φαντασιακό» δηλώνει απλά ότι δεν έχουμε άμεση εποπτεία του έθνους. Κατά Άντερσον «το έθνος αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο, επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δεν θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι' αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν».
Δημοσίευση σχολίου